νιφάδες, αἱ
Ερμηνεία:
[μικρά σύνολα κρυστάλλων χιονιού που ποικίλουν σε μέγεθος]
Ετυμολογία:
[< η νιφάς, της νιφάδος < (‘Ομηρ.) νίφω (χιονίζω)] (νιφάδα = τούφα, τσούπα, τολούπα, τουφάνι)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα…[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|